- εὔοχος
- εὔ-οχος, gut haltend, festhaltend; εὐοχώτατον σχῆμα, die zum Festhalten geeignetste Lage
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εύοχος — εὔοχος, ον (Α) 1. αυτός που συγκρατεί στερεά, ισχυρά («ἐν δεσμῷ εὐόχῳ», Ιπποκρ.) 2. αυτός που είναι κατάλληλος για συγκράτηση 3. αυτός που εύκολα τηρείται, διαφυλάσσεται, συντηρείται («εΰοχον σχῆμα», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + οχος (< έχω),… … Dictionary of Greek
εὐοχώτατα — εὔοχος holding firmly adverbial superl εὔοχος holding firmly neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐοχώτατον — εὔοχος holding firmly masc acc superl sg εὔοχος holding firmly neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔοχον — εὔοχος holding firmly masc/fem acc sg εὔοχος holding firmly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐόχῳ — εὔοχος holding firmly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευοχώ — εὐοχῶ, έω (Α) [εύοχος] 1. παθ. εὐοχοῡμαι, έομαι (για ελέφαντα) κατά το λεξ. Σούδα «εὐοχεῑται, ἐπὶ τοῡ ἐλέφαντος, καλῶς ἡνιοχεῑται» 2. το «εὐοχούμενοι ἵπποι», στον Ξεν. είναι εσφαλμ. γραφή αντί «εὐωχούμενοι» … Dictionary of Greek